- εικοτολογώ
- (Α εἰκοτολογῶ, -έω)μιλώ με εικασία, κατά συμπερασμό, πιθανολογώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
πιθανολογώ — πιθανολογῶ, έω ΝΑ παρουσιάζω κάτι ως πιθανό, μιλώ βασιζόμενος σε πιθανότητες, εικάζω, θεωρώ κάτι πιθανό, εικοτολογώ («Ἔφορος πιθανολογεῑν μὲν πειρᾱται», Διόδ.) νεοελλ. (το παθ. ως απρόσ.) πιθανολογείται θεωρείται πιθανό, φέρεται ή λέγεται ως… … Dictionary of Greek